ὠκύπουν

ὠκύπουν
ὠκύπους
swift-footed
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καθευρίσκω — (AM) μσν. μέσ. καθευρίσκομαι παρευρίσκομαι αρχ. 1. βρίσκω, ανακαλύπτω («ποῑ ποῑ καθεύρω κλεινὸν Ὠκύπουν φίλοι», Λουκιαν.) 2. παθ. καθευρίσκομαι καταλαμβάνομαι, συλλαμβάνομαι την ώρα που διαπράττω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὑρίσκω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”